ἀδιανέμητος

ἀδιανέμητος
ἀ-δια-νέμητος, untrennbar

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αδιανέμητος — η, ο (Α ἀδιανέμητος, ον) [διανέμω] αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ακατανέμητος, αδιαίρετος, αδιαμοίραστος …   Dictionary of Greek

  • αδιανέμητος — η, ο αυτός που δε διανεμήθηκε, αμοίραστος: Μερικά κέρδη έμειναν αδιανέμητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδαιτρος — ἄδαιτρος, ον (Α) [δαίω ΙΙ] αδιανέμητος, αδιαίρετος, ατεμάχιστος …   Dictionary of Greek

  • άδαστος — ἄδαστος, ον (Α) αμοίραστος, αμέριστος, αδιανέμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *δαστός (πρβλ. μυκηναϊκό e pi da to, «ἐπίδαστος») < ἐδασάμην, δάσασθαι, αόρ. τού δατέομαι (= μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλο, κόβω σε τεμάχια, σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • αγεωδαίτητος — η, ο [γεωδαιτώ] 1. (για εδαφική έκταση) αυτός που δεν έχει γεωδαιτηθεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος 2. αυτός που δεν γνωρίζει γεωδαισία (κατά το αγεωμέτρητος) …   Dictionary of Greek

  • αδαίετος — ἀδαίετος, ον (Α) [δαίω ΙΙ] αδιαίρετος, αμέριστος, αδιανέμητος …   Dictionary of Greek

  • αδιάδοτος — η, ο (Α ἀδιάδοτος, ον) [διαδίδω] νεοελλ. ο μη διαδεδομένος, αυτός που δεν διαδόθηκε ή δεν μπορεί να διαδοθεί, που δεν κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό αρχ. αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ο αδιανέμητος …   Dictionary of Greek

  • αδιαμοίραστος — η, ο [διαμοιράζω] αυτός που δεν διαμοιράστηκε, αμοίραστος, αδιανέμητος, αδιαίρετος …   Dictionary of Greek

  • αδιαχώριστος — η, ο (Μ ἀδιαχώριστος, ον) [διαχωρίζω] αυτός που δεν διαχωρίστηκε ή δεν μπορεί να διαχωριστεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος …   Dictionary of Greek

  • αμοίραστος — και αγος, η, ο (Μ ἀμοίραστος, ον) [μοιράζω] 1. (για πράγματα) αυτός που δεν μοιράστηκε, δεν διανεμήθηκε, αδιανέμητος 2. (για πρόσωπα) αυτοί που δεν προέβησαν σε διανομή τής περιουσίας μεταξύ τους νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να μοιραστεί,… …   Dictionary of Greek

  • ανέμητος — ἀνέμητος, ον (Α) [νέμω] 1. αδιανέμητος, αμοίραστος 2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος 3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”